- λεύω
- λεύω (Α)λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ-yω, με βράχυνση διφθόγγου, < λᾶας*), άποψη που δεν φαίνεται πολύ πιθανή. Κατ' άλλους, συνδέεται με αρχ. σκανδ. ljosta, laust (παρατ.) «χτυπώ», ενώ έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι το λεύω ανάγεται στον ιων. τ. *λέως(< λᾶας, πρβλ. κραταί-λεως) και σχηματίστηκε μέσω ενός *λεύω.ΠΑΡ. αρχ. λεύσιμος, λευσμός, λευστήρ, λευστός.ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) καταλεύω].
Dictionary of Greek. 2013.